Κούνια θέλω να κάνω!
Κάποτε κάναμε κούνια σαν μικρά παιδιά και χαιρόμασταν όταν πηγαίναμε ψηλά. Αισθανόμασταν πλούσια, επειδή το απλοϊκό μας μυαλό έβλεπε καθαρά και αντιλαμβανόταν πως η ευτυχία βρίσκεται στα μικρά, στα απλά.
Μου έλειψε μία κούνια, μία βόλτα στην παιδική χαρά, να αισθανθώ γαργαλητό στην κοιλιά που ανεβαίνω ψηλά.
Αν είχα τη δυνατότητα, θα ήθελα να κάνω κούνια και να βρίσκεται από κάτω μου όλη η Αθήνα, ακόμα και όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη Γη. Τότε θα αισθανόμουν πως όλος ο κόσμος βρίσκεται στα πόδια μου, πως όλα όσα μας ταλανίζουν είναι ουσιαστικά μικρά και ασήμαντα.
Κούνια θέλω να κάνω, δίπλα στο στρόβιλο της ενήλικης ζωής. Θέλω να κάνω κούνια και να αφήσω κάθε μέριμνα στην άκρη. Γιατί είμαι παιδί και αυτό δεν είναι ντροπή, διότι η παιδικότητα κλείνει μέσα της τη σοφία.
Ακόμα κάνω κούνια όταν τα βήματά μου με οδηγήσουν σε κάποια παιδική χαρά. Χωρίς ντροπή, ελεύθερα και αβίαστα, επειδή η χαρά οφείλει να κυλάει όπως ορμητικό ποτάμι και να μην πιέζεται από κανέναν και τίποτα.
Κάνε κούνια, δεν είναι παλιμπαιδισμός, είναι ωριμότητα. Ωριμότητα να βρίσκεις ξανά την ελευθερία με την οποία έπαιζες όταν ήσουν παιδί, ελευθερία να μη σε ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων αν τα γόνατά σου γεμίσουν χώματα ή αν ματώσουν.
Κούνια θέλω να κάνω και δε με ενδιαφέρει αν μεγάλωσα για αυτό. Γιατί υψώνομαι ψηλά και δεν πέφτω στο χώμα λαβωμένη από μία καθημερινότητα ανιαρή που μου περνάνε ως απαραίτητη.
Κούνια θέλω να κάνω και να ανεβαίνω ψηλά. Σε αυτό το σαρκίο μου λίγα χρόνια θα είμαι, ας είμαι ψηλά, όπως οι περήφανοι αετοί.
Κούνια θα κάνω και θα χαίρομαι το αστείο γεγονός που λέγεται ζωή. Αυτό το γεγονός που τελειώνει τόσο σύντομα, αλλά μας το καταστούν ασήκωτο και βαρύ, πετώντας την πραγματική αξία του έξω από μία επιφάνεια και ανάγκες πλαστές.
Κάνω κούνια και είμαι χαρούμενη, περήφανη, αγέρωχη. Ελεύθερη, πραγματικά ελεύθερη…