Η αξία της ερώτησης με φαντασία και ελπίδα
Δημοσιογράφος στην ΕΡΤ συζητώντας για τις καταλήψεις αναρωτιέται αφού ΟΝΝΕΔ/ΠΑΣΠ είναι ‘πρωτο-δεύτερα’ κόμματα στις φοιτητικές εκλογές, τότε ποιος κάνει τις καταλήψεις. Το ενδεχόμενο φοιτητές ‘κρατούντων νυν και αεί’ παρατάξεων να κάνουν καταλήψεις δεν είναι καν στην σκέψη του δημοσιογράφου – μόνο κάποιοι αριστεροί, αναρχικοί περιθωριακοί κάνουν τις καταλήψεις.
Άλλος δημοσιογράφος σε αριστερό μέσο σχολιάζει αρνητικά λέγοντας ‘τι άλλο θα ακούσουμε’ όταν καθηγητής πανεπιστημίου αναφέρει ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας με διάφορα μέτρα (π.χ. να τρώμε λιγότερο κρέας) προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή – μέτρα γνωστά και αποδεκτά και από την ελληνική και την διεθνή βιβλιογραφία. Ο δημοσιογράφος όμως στην συγκεκριμένη εκπομπή εξέλαβε και παρουσίασε την θέση του καθηγητή ως μια από τις λύσεις στο θέμα της ακρίβειας.
Και τα δύο παραπάνω είναι παραδείγματα περιορισμένης δημοσιογραφικής δουλειάς. Εξαιρώ οποιαδήποτε πρόθεση – εσκεμμένη/στρατευμένη – των δημοσιογράφων να πληγεί κάποιο κόμμα. Ας δεχτούμε ότι οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι απλά δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Το ερώτημα είναι σε τι οφείλεται μια τέτοια πρόχειρη δουλειά. Πόσο χρόνο και διάθεση έχουν οι δημοσιογράφοι και οι ομάδες τους να προετοιμάσουν ερωτήματα που να βασίζονται σε ρεπορτάζ, σε έρευνες, σε εκθέσεις και άλλες πηγές; Ερωτήματα που βασίζονται σε πολλαπλές ‘πηγές’ διευκολύνουν ουσιαστικούς διαλόγους γιατί θεωρητικά δημιουργούν συνθήκες μιας – όσο το δυνατόν – ολοκληρωμένης κατανόησης ενός θέματος. Αυτό που βλέπουμε και ακούμε σε πολλές εκπομπές είναι στερεοτυπικές ρητορικές τις οποίες οι δημοσιογράφοι δεν φαίνονται να είναι σε θέση να αντικρούσουν. Το αποτέλεσμα είναι οι θεατές και ακροατές εκπομπών να ακούνε ‘άσπρο – μαύρο’ και καθείς να καταλαβαίνει αυτό που εξυπηρετεί καλύτερα την ιδεολογία του.
Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος έγραψε στην Καθημερινή στις 23/12/2023 για τον μύθο του ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού και μεταξύ άλλων τόνισε: «Το ότι οι βασικές δεξιότητες του πληθυσμού είναι χαμηλές αποτυπώνεται παντού, στην αποτελεσματικότητα, στην συνέπεια, στην παραγωγικότητα, στην διοίκηση, στην ηγεσία.» Το να κάνεις ερωτήσεις και να κατανοείς ένα κείμενο είναι βασικές δεξιότητες που το σχολείο και το πανεπιστήμιο οφείλει να αναπτύξει στους μαθητές. Το να κάνεις μάλιστα εύστοχες ερωτήσεις είναι μια από τις δύσκολες δεξιότητες γιατί χρειάζεται γνώση και πληροφόρηση για το αντικείμενο, σεβασμός για τον καλεσμένο/ακροατή/θεατή και φαντασία για να ελιχθείς με επιμέλεια και να μπορέσεις να βοηθήσεις τον θεατή να καταλάβει θέσεις, προϋποθέσεις, κτλ. Κατά πόσο το ελληνικό σχολείο και πανεπιστήμιο εξασκούν τέτοιου είδους δεξιότητες είναι μάλλον αμφισβητήσιμο με βάση τα αποτελέσματα που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια από τις μετρήσεις της PISA και του ΟΟΣΑ όπως διεξοδικά γράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος στο συγκεκριμένο άρθρο του στην Καθημερινή και σε άλλα επίσης.
Από τις παραπάνω τρεις βασικές προϋποθέσεις για εύστοχα ερωτήματα η πρώτη (γνώση/πληροφόρηση) φαίνεται εύκολη, ειδικά αν σκεφτούμε ότι ζούμε σε μια εποχή που η πρόσβαση στην πληροφορία είναι άμεση και γρήγορη. Αυτό όμως είναι και πρόβλημα μαζί. Αν ο δημοσιογράφος δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την μεγάλη ή μικρή σημασία μιας πληροφορίας για ένα θέμα τότε η πρόσβαση στην πληροφορία μένει απλά αυτό, δηλαδή μια πρόσβαση! Η δεύτερη προϋπόθεση, ο σεβασμός στον καλεσμένο/θεατή/ακροατή επιβάλλεται. Τι εννοούμε όμως με τον όρο σεβασμό; Σεβασμός για μια πολιτισμένη συζήτηση γενικά υπάρχει, τις περισσότερες φορές. Σεβασμός όμως είναι επίσης να είμαστε ελεύθεροι από συγκεκριμένη ατζέντα. Και αυτή η ‘ατζέντα’ δεν χρειάζεται να είναι συγκεκριμένη και σε payroll κόμματος. Οι ιδέες μας, τα πιστεύω μας, οι αξίες μας, όλα αυτά μας οδηγούν αναπόφευκτα σε προκαταλήψεις που θα φανούν και στις ερωτήσεις μας και στο τρόπο που κάνουμε μια συζήτηση. Τι είδους βοήθεια/υποστήριξη έχουν οι δημοσιογράφοι για να ανταπεξέλθουν στο παραπάνω; Τέτοιου είδους προκαταλήψεις υπάρχουν σε όλους τους χώρους και μέρη του κόσμου, όπως υπάρχουν επίσης και πολλές προσπάθειες και πρωτοβουλίες ενημέρωσης γύρω από αυτά τα θέματα (π.χ. Unconscious Bias Training). Για παράδειγμα, αν ψάξει κάποιος στο google για προκαταλήψεις στο BBC (και όχι μόνο) θα βρει άρθρα, εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα. Μια ίδια έρευνα στο google για την ΕΡΤ δείχνει κατά κύριο λόγο μόνο εκπομπές που έχουν γίνει με θέμα τις προκαταλήψεις στην κοινωνία. Τέλος, η τρίτη προϋπόθεση για εύστοχα ερωτήματα (φαντασία) αναφέρεται στην ευστροφία αλλά χρησιμοποιώ τον όρο ‘φαντασία’ γιατί πιστεύω ότι πραγματικά λείπει από τον δημόσιο λόγο. Ίσως από τις πολλές επαναλήψεις των ίδιων ερωτήσεων που γίνονται στις εκπομπές δημοσιογράφοι και θεατές/ακροατές εγκλωβίζονται. Κατά την διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής περιόδου, αισθάνθηκα ότι θα μπορούσα να ‘σταθώ’ σε οποιαδήποτε εκπομπή και να υποστηρίξω οποιοδήποτε από τα τρία κόμματα Σύριζα, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ. Είχα μάθει τα ‘επιχειρήματα΄ τους.
Στον χώρο των κοινωνικών επιστημών και συγκεκριμένα για την μεθοδολογία έρευνας υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία/αρθρογραφία γύρω από τον τρόπο που ερευνούμε και ρωτάμε. Αυτό που έμαθα από την εμπειρία μου είναι ότι δεν υπάρχει λάθος απάντηση. Υπάρχει μάλλον λάθος ερώτηση. Ένας οδηγός για φαντασία στις ερωτήσεις μας είναι να αφήσουμε τα δίπολα (καλό-κακό, αριστερό-δεξιό, κτλ.) και να κάνουμε ερωτήσεις που μας επιτρέπουν να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Να κάνουμε αυτό που λέει ο Paulo Freire στο βιβλίο του για την παιδαγωγική της ελπίδας. Μας λέει ο Freire ότι η ελπίδα είναι οντολογική μας ανάγκη. Γι’ αυτό ο προοδευτικός παιδαγωγός (και προσθέτω εγώ ο δημοσιογράφος, ο ερευνητής, κτλ.) πρέπει να μπορεί να αποκαλύπτει ευκαιρίες για ελπίδα ανεξάρτητα από τα όποια εμπόδια υπάρχουν. Φαντασία και ελπίδα λοιπόν για εύστοχες ερωτήσεις, ενδιαφέρουσες συζητήσεις και καλή ενημέρωση.