Οι έμφυλες διακρίσεις στη δημοσιογραφία
Στον σύγχρονο καπιταλισμό, οι γυναίκες εκπροσωπούνται συχνότερα στα μέσα ενημέρωσης, πράγμα που αντικατοπτρίζει τις φεμινιστικές ιδέες για την ισότητα των φύλων στο χώρο εργασίας, στο οικιακό περιβάλλον και στον πολιτισμό. Ωστόσο, η δημοσιογραφία αποτέλεσε επάγγελμα που αρχικά κυριάρχησαν οι άνδρες. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι πατριαρχικές κοινωνίες απέκλεισαν τις γυναίκες από την πλήρη και ενεργή συμμετοχή τους στους περισσότερους τομείς της δημόσιας ζωής, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης και του πολιτισμού.
Η δημοσιογραφία είναι μια μορφή γραφής και παράλληλα αποτελεί καλλιτεχνική παραγωγή, αλλά η πρόσβαση σε αυτήν από γυναίκες που ζουν σε πατριαρχικές κοινωνίες είναι περιορισμένη λόγω του γεγονότος ότι προϋποθέτει τη συμμετοχή στο χώρο του πολιτικού, εταιρικού και πολιτιστικού κατεστημένου, καθώς και επαφές με τις πανίσχυρες ελίτ που λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Εντούτοις, σε πολλούς τέτοιους κύκλους οι γυναίκες δεν θεωρούνται ίσες με τους άνδρες. Αναπόφευκτα, η πρόσβασή τους δεν ήταν ποτέ τόσο εύκολη όπως σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. ποίηση, μυθιστοριογραφία). Η διάβρωση των πατριαρχικών δομών στη δυτική δημοσιογραφία ξεκίνησε λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την έναρξη του δεύτερου φεμινιστικού κύματος και της σεξουαλικής επανάστασης.
Η πρόοδος που έλαβε χώρα είναι αξιοσημείωτη, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των δημοσιογράφων που αναλαμβάνουν να ενημερώσουν το κοινό για οποιοδήποτε σημαντικό ζήτημα, είναι άνδρες. Οι γυναίκες συχνά περιορίζονται σε ειδικά ένθετα και πιο «ανάλαφρα» θέματα, ενώ τις βλέπουμε πολλές φορές στις ενημερωτικές εκπομπές να κατέχουν θέσεις ως συμπαρουσιάστριες-γλάστρες, ή να είναι προσκεκλημένες σε διάφορα πάνελ, λαμβάνοντας λιγότερο χρόνο ομιλίας σε σχέση με τους συνομιλητές τους.
Η θέση των γυναικών στα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ
Οι γυναίκες απασχολούνταν ως δημοσιογράφοι από την εποχή της αποικιοκρατίας. Επρόκειτο για ένα από τα ελάχιστα επαγγέλματα που τον 19ο αιώνα πρόσφεραν έναν αξιοπρεπή τρόπο επιβίωσης για τις ανύπαντρες μητέρες, τις χήρες και τις διαζευγμένες με παιδιά, οι οποίες μπορούσαν να μένουν σπίτι και, γράφοντας με ψευδώνυμο, να κερδίζουν τα προς το ζην. Εναλλακτικά, μια γυναίκα είχε τη δυνατότητα να εργαστεί ως δασκάλα σε σχολείο, νταντά, οικιακή βοηθός, μοδίστρα, ή να καταφύγει στην ηθοποιία και την πορνεία.
Παρ' όλα αυτά, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ο κοινωνικός περίγυρος απέτρεπε τις γυναίκες από την ενασχόλησή τους με τη δημοσιογραφία, καθώς θεωρήθηκε ως μια σκληρή τέχνη γι’ αυτές. Όσες δημοσιογραφούσαν, όμως, δεν επιτρεπόταν να γράφουν σημαντικά θέματα. Οι κορυφαίες θέσεις στην αίθουσα ειδήσεων ήταν μόνο για άνδρες, οι οποίοι αναλάμβαναν και τα ρεπορτάζ πρώτης γραμμής, όπως η πολιτική, τα οικονομικά και ο αθλητισμός. Ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 1950 ήταν πολύ λίγες οι γυναίκες που εργάστηκαν ως δημοσιογράφοι στα mainstream ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης, εν αντιθέσει με γυναικεία περιοδικά και άλλα μέσα που ανήκουν ξεκάθαρα στο γυναικείο πεδίο. Έτσι, οι γυναίκες δημοσιογράφοι περιορίστηκαν σε συγκεκριμένες ενημερωτικές περιοχές, που απευθύνονταν κυρίως σε γυναικείο κοινό (όπως είναι π.χ. η μόδα). Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες.
Τη δεκαετία του 1980, οι γυναίκες υπερίσχυαν στις χαμηλόβαθμες θέσεις των μέσων ενημέρωσης. Υπολογίζεται ότι το ένα τέταρτο των θέσεων συντακτών στις ΗΠΑ ανήκε σε γυναίκες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό των γυναικών συντακτών ανερχόταν στο 28%. Βέβαια, αυτοί οι αριθμοί επηρεάζονται από τον μεγάλο αριθμό γυναικείου συντακτικού προσωπικού που εργάζονταν σε παραδοσιακά γυναικείους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, η πλειονότητα των συντακτών γυναικείων σελίδων στις ΗΠΑ ήταν γυναίκες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρ’ ότι το 22% των γυναικών συντακτών απασχολούνταν σε «γυναικείους τομείς» το 1974, μόνο το 1% των συντακτών ειδήσεων ήταν γυναίκες. Μάλιστα, το γυναικείο προσωπικό εργαζόταν συχνά υπό τη διεύθυνση ανδρών ακόμα και στα γυναικεία περιοδικά.
Οι περισσότερες γυναίκες ήταν εκτοπισμένες όχι μόνο από σημαντικούς τομείς των ειδήσεων και της επικαιρότητας που προαναφέραμε, αλλά υποεκπροσωπούνταν ακόμα και από πεδία όπως εκείνα του θεάτρου, του αθλητισμού και της ψυχαγωγίας. Μιλάμε, φυσικά, για τομείς ιδιαίτερα σημαντικούς, οι οποίοι διαδραμάτιζαν κρίσιμο ρόλο όσον αφορά την επιτυχία των περισσότερων ενημερωτικών οργανισμών. Το 1974, μόνο περίπου 10% των εργαζομένων στις ειδήσεις τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών στις ΗΠΑ ήταν γυναίκες. Κι αυτές, όμως, στην πλειονότητά τους παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε χαμηλόβαθμες συντακτικές εργασίες. Οι γυναίκες τα κατάφερναν με μεγαλύτερη επιτυχία σε χώρους με μικρότερο ανταγωνισμό, και σίγουρα μακριά από την περιζήτητη τηλεόραση της λάμψης και των υψηλών μισθών. Ως εκ τούτου, αναλογικά περισσότερες γυναίκες έβρισκαν θέσεις στα ανώτερα κλιμάκια των ραδιοφωνικών σταθμών.
Οι παραπάνω αριθμοί είναι ενδεικτικοί της παγκόσμιας κατάστασης, αλλά διαφοροποιήσεις υπάρχουν, οι οποίες σχετίζονται με πολιτισμικούς και άλλους παράγοντες. Επί παραδείγματι, κατά την ίδια περίοδο, η κατάσταση σε κάποιες αφρικανικές και ασιατικές ήταν κάπως διαφορετική απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Έτσι, όχι μόνο οι γυναίκες δεν αποθαρρύνονταν να εργαστούν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά η ραδιοφωνία και η τηλεόραση αποτελούσαν ανοικτό πεδίο γι’ αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση της Αιγύπτου και της Σιγκαπούρης διοικούνταν από γυναίκες.
Σήμερα, η κατάσταση είναι σαφέστατα βελτιωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει μεταβληθεί σημαντικά η θέση της γυναίκας στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του 1980. Το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται είναι πολύ μεγαλύτερο από προηγούμενες δεκαετίες και τα μηνύματα από τους αριθμούς είναι γενικότερα ενθαρρυντικά. Ωστόσο, εξακολουθεί να υφίσταται μεγάλο χάσμα σε σχέση με τον άνδρα όσον αφορά τη φύση των θέσεων που καταλαμβάνει μια γυναίκα, τη φύση των εργασιών για τις οποίες προσλαμβάνεται, καθώς επίσης και τις υποχρεώσεις που καλείται να φέρει εις πέρας στο σπίτι.
Ομοίως, έχει σημειωθεί πολύ σημαντική πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν αναφορικά με την παρουσία των γυναικών στο χώρο των ΜΜΕ, αφού αναλαμβάνουν πλέον και υψηλές ιεραρχικά θέσεις από τις δεκαετίες 1990-2000 και μετά. Εντούτοις, υστερούν και πάλι εν συγκρίσει με τους άνδρες στις αντίστοιχες θέσεις. Το είδος του περιεχομένου με το οποίο καταπιάνονται οι δημοσιογράφοι καθορίζει σαφέστατα τις έμφυλες διαφορές, όπως και πριν μισό αιώνα. Είναι αδιαμφισβήτητο, βέβαια, ότι ολοένα περισσότερες γυναίκες καταλαμβάνουν πλέον θέσεις κεντρικής παρουσιάστριας ειδήσεων, αλλά τις συναντάμε περισσότερο και σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα σε εκπομπές lifestyle και κοινωνικής θεματολογίας ή σε ό,τι έχει να κάνει με ειδησεογραφία διασημοτήτων.
Οι γυναίκες δημοσιογράφοι αναλαμβάνουν θέματα που αφορούν αδυνάτισμα, θηλασμό ή τοκετό, ενώ στον τομέα των «σοβαρών ειδήσεων» θα συναντήσει κανείς γυναίκες στα ρεπορτάζ υγείας ή παιδείας, τα οποία θεωρούνται πιο «ουδέτερα». Είναι λιγότερο πιθανό να ασχοληθεί γυναίκα με το πολιτικό ή το οικονομικό ρεπορτάζ, ή του υπουργείου Αμύνης, το αστυνομικό και το αθλητικό, τα οποία ανδροκρατούνται, με ολοένα και περισσότερες εξαιρέσεις τα τελευταία χρόνια και εμφανείς τάσεις ανόδου των εν λόγω ποσοστών.
Αν και το κομμάτι που καταλαμβάνουν οι γυναίκες στο χώρο της δημοσιογραφίας είναι σήμερα μεγάλο, ο αριθμός των γυναικών σε θέσεις ευθύνης, όπως αρχισυντάκτριας και διευθύντριας, είναι δυσανάλογα μικρός. Μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται όσον αφορά την εικόνα, όπως στην παρουσίαση ειδήσεων και εκπομπών, παρά σε θέσεις ευθύνης.
Μισθολογικές ανισότητες και διεθνής προώθηση ίσων ευκαιριών
Η πρόσβαση στα ΜΜΕ είναι πολλές φορές δύσκολη για τις γυναίκες, ενώ όταν καταφέρνουν να εργαστούν σε αυτά, οι αμοιβές τους είναι συνήθως κατώτερες από εκείνες των ανδρών και έχουν λιγότερες ευκαιρίες εξέλιξης από τους συναδέλφους τους. Κι αν στα χαρτιά οι ενημερωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν ίσες αποστάσεις και επιφυλάσσουν φαινομενικά ίση μεταχείριση απέναντι στα δύο φύλα, στην πράξη μόνο ένα μικρό ποσοστό των γυναικών λαμβάνουν ίδιες αμοιβές με τους άνδρες, αφού η πλειονότητα αναγκάζεται να αποδεχθεί χαμηλότερους μισθούς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, απασχολούνται περισσότερες γυναίκες σε πιο εμπορικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία συμπιέζουν τα κόστη και παρέχουν μικρότερες αμοιβές.
Μπορούμε να αιτιολογήσουμε τις μισθολογικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των δύο φύλων και λόγω του γεγονότος ότι οι περισσότερες γυναίκες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για μικρότερα χρονικά διαστήματα σε χαμηλά επίπεδα, προτού αποχωρήσουν για να κάνουν παιδιά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται ο μέσος όρων των μισθών τους. Τέλος, μια άλλη αιτία των μισθολογικών διαφορών είναι η χαμηλή αξία που αποδίδεται στις ικανότητες των γυναικών, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές έχουν αποκτηθεί με κανονική εκπαίδευση. Όσο απαιτητικές κι αν είναι οι θέσεις και όσο κι αν είναι αυξημένες οι ικανότητες των γυναικών που τις καλύπτουν, εκείνες χαίρουν μικρότερης εκτίμησης και άρα οι απολαβές τους είναι, αναπόφευκτα, μικρότερες συγκριτικά με τον ανδρικό πληθυσμό ενός οργανισμού.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν σημαντικές πρωτοβουλίες από διάφορους διεθνείς οργανισμούς για την προώθηση της συμμετοχής, πρόσβασης, έκφρασης των γυναικών στα «παραδοσιακά» και «νέα» μέσα ενημέρωσης, καθώς και την άρση των σεξιστικών στερεοτύπων στο περιεχόμενο των ΜΜΕ. Αυτό έγινε διότι διαπιστώθηκε πως, παρά τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές και την παγκοσμιοποίηση της δραστηριότητας των μέσων ενημέρωσης, οι γυναίκες συνέχισαν να κατέχουν χαμηλόβαθμες ιεραρχικά θέσεις. Ταυτόχρονα, κοινή διαπίστωση ήταν ότι οι δράσεις για την προώθηση της ισότητας στα ΜΜΕ δεν θα μπορούσαν παρά να είναι συντονισμένες στο διεθνές στερέωμα, αφού και οι επιδιώξεις είναι κοινές.
Είναι, πάντως, πραγματικά εντυπωσιακό ότι σήμερα οι γυναίκες αποτελούν περίπου το 70% των αποφοίτων δημοσιογραφίας και επικοινωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά συνιστούν μόλις το 40% του εργατικού δυναμικού στο χώρο των μέσων ενημέρωσης και το 30% των διοικητικών θέσεων. Αυτό σημαίνει ότι, παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει σημειωθεί, βρισκόμαστε ακόμα στα μισά του δρόμου.